- ἀπεχθές
- ἀπεχθές, Adv.A yesterday, A.D. Synt.235.26:—divisim
ἀπ' ἐχθές AP11.35
(Phld.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀπ' ἐχθές AP11.35
(Phld.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀπεχθές — yesterday indeclform (adverb) ἀπεχθής hateful masc/fem voc sg ἀπεχθής hateful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιαρός — ή, ό (ΑΜ μιαρός, και μιερός ά, ον) 1. βαμμένος, κηλιδωμένος ή μολυσμένος με αίμα 2. (γενικά) βρόμικος, λερωμένος, ακάθαρτος, ρυπαρός 3. (με ηθική σημ.) αισχρός, αχρείος 4. βέβηλος, ανίερος, ανόσιος («και οι μιαροί κατασκορπιούνται πάντα… … Dictionary of Greek